ὀφθείς

ὀφθείς
ὀφθείς, ὀφθήσομαι s. ὁράω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀφθείς — ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναπαύομαι — ΜΑ αναπαύομαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον («ἵνα ἔλθω πρὸς ὑμᾱς... καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῑν», ΚΔ) μσν. τερματίζω μαζί με κάποιον αρχ. κοιμάμαι μαζί με άλλον ή κοντά σε άλλον (α. «γυναικὶ συναναπαύεσθαι», Διον. Αλ. β. «δεῡρο καὶ συνανάπαυσαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”